αβλαστήμητος

αβλαστήμητος
η , ο необруганный;
не подвергшийся поношению, богохульству

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αβλαστήμητος" в других словарях:

  • αβλαστήμητος — η, ο [βλαστημώ] αυτός που δεν έγινε αντικείμενο βλασφημίας …   Dictionary of Greek

  • αβλαστήμητος — η, ο εκείνος που δε βλαστημήθηκε: Πάνω στο θυμό του δεν άφησε άγιο αβλαστήμητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαράδοτος — η, ο 1. αυτός που δεν παραδόθηκε, δεν κληροδοτήθηκε από την παράδοση 2. εκείνος ο οποίος δεν παραδόθηκε στον παραλήπτη («γράμμα απαράδοτο», «επιταγή απαράδοτη») 3. όποιος δεν παραδίνεται, ο ισχυρός («κάστρο απαράδοτο») 4. όποιος δεν έχει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»